- ισοτοπία
- ητο να είναι κάποιο άτομο ισότοπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισοτοπία — η η ιδιότητα τού ισοτόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isotopie < iso (πρβλ. ισ[ο] ) + topie (πρβλ. τοπία < τοπος < τόπος)] … Dictionary of Greek
πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… … Dictionary of Greek